Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:"Είδα, που λέτε, ελάφια. Έτρεχαν σαστισμένα. Απόκαμαν κάποια στιγμή και σταμάτησαν να πιουν νερό. Εκεί που πίνανε, να σου ένας κυνηγός. Εγώ κοίταζα από μακριά. Σηκώνει το ντουφέκι, σημαδεύει, κάνω να του φωνάξω "όχι", μα δεν μπόρεσα να βγάλω φωνή. Με το "μπαμ" πετάχτηκα αλαφιασμένος απ' το κρεβάτι.
Τα χτυπήματα έρχονταν από την κάτω πόρτα. Δυνατά, με επιμονή, δεν έλεγαν να σταματήσουν. Σηκώθηκα φορώντας, με το συμπάθιο, μονάχα το σώβρακο και πήγα να ανοίξω. Ο Γκερασίμοφ ούτε που άλλαξε πλευρό. "Να δεις που θα τσακώθηκαν πάλι σε κάνα μοναστήρι για τα σύνορα ή με τους εμπόρους για τα ψάρια" συλλογίστηκα την ώρα που σήκωνα το μάνταλο. Μόλις είδα τον καλόγερο, τα 'χασα. Αναμαλλιασμένος, μουσκίδι, τραύλιζε τα λόγια του. Ήταν ο Δανιήλ από τη Σταυρονικήτα.
"Σήκω, κυρ αστυνόμε! Κάνε γρήγορα! Έλα, πάμε! Έγινε φονικό στο μοναστήρι".